- προσεπιμετρώ
- (ε) μετ. юр. определять (меру наказания)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσεπιμετρώ — προσεπιμετρῶ έω, ΝΜΑ [ἐπιμετρώ] νεοελλ. 1. συνυπολογίζω 2. φρ. «προσεπιμετρώ ποινή» (νομ.) καθορίζω την ποινή που πρέπει να επιβληθεί μέσα στα όρια τα οποία ορίζει ο νόμος μσν. αρχ. μετρώ, υπολογίζω και δίνω σε κάποιον κάτι επί πλέον («τὸ πολὺ… … Dictionary of Greek
προσεπιμέτρηση — η, Ν [προσεπιμετρώ] 1. συνυπολογισμός 2. φρ. «προσεπιμέτρηση ποινής» (νομ.) ο καθορισμός τής ποινής από το δικαστήριο μέσα στα όρια που προβλέπει ο νόμος … Dictionary of Greek